αργυρωρυχείο(ν)

αργυρωρυχείο(ν)
το серебряный рудник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αργυρωρυχείο(ν)" в других словарях:

  • αργυρωρυχείο — το (Α ἀργυρωρυχεῑον) μεταλλείο αργύρου …   Dictionary of Greek

  • αργυρωρυχείο — το μεταλλείο αργύρου, ασημιού: Τα αρχαιότερα αργυρωρυχεία στην Ευρώπη είναι του Λαυρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»